- αμαθής
- -ές (Α ἀμαθής)1. αυτός που στερείται γνώσεων, που βρίσκεται σε άγνοια, άπειρος, ανίδεος, ανεπιτήδειος (στα αρχ. αντίθ. δεξιός)2. εν μέρει ή εντελώς αγράμματος, αμόρφωτος, αδίδακτος3. ανόητος, βλάκαςαρχ.1. άκαρδος, ασυγκίνητος, απάνθρωπος2. αυτός που δεν ακούστηκε, δεν έγινε γνωστός, ανήκουστος, άγνωστος3. (για ζώα) ατίθασος, ανήμερος, άγριος4. (για καταστάσεις ή ιδιότητες) βίαιος, άξεστος, χυδαίος, ευτελής5. επίρρ. ἀμαθῶςα) από άγνοια, με άγνοιαβ) φρ. «ἀμαθῶς χωρῶ» (για γεγονότα), έχω απρόβλεπτη έκβαση6. (συγκρ. επίρρ.) αμαθέστερον φρ. «λέγω ἀμαθέστερον καὶ σαφέστερον», μιλώ με λιγότερη επίδειξη γνώσεων, ώστε να καταλαβαίνει και ο αμαθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -μαθής < ἔμαθον, μανθάνω.ΠΑΡ. αρχ. ἀμαθαίνω, ἀμαθίανεοελλ.αμάθεια].
Dictionary of Greek. 2013.